πλησιασμός

πλησιασμός
πλησιασμός
approach
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλησιασμός — και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α [πλησιάζω] 1. η πράξη τού πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα 2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • πλησιασμοῖς — πλησιασμός approach masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμοί — πλησιασμός approach masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμοῦ — πλησιασμός approach masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμούς — πλησιασμός approach masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμῶν — πλησιασμός approach masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμῷ — πλησιασμός approach masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιασμόν — πλησιασμός approach masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατιασμός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλησιασμός …   Dictionary of Greek

  • πλατιασμῶ — πλᾱτιασμῶ , πλησιασμός approach masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”